αποσχίδα

αποσχίδα
η (Α ἀποσχίς, -ιδος) [αποσχίζω]
νεοελλ.
(χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης
αρχ.
1. (για φλέβες) διακλάδωση
2. (για βουνά) προεξοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποσχίδα — ἀποσχίς branches fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσχίς — η βλ. αποσχίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”